σκορζονέρα

σκορζονέρα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη, με 150 περίπου είδη, από τα οποία 9 απαντούν στην Ελλάδα και είναι κοινώς γνωστά ως σκορτσονέρα ή σταρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. scorzonera < ισπ. escorzonera < καταλανικό escurcό «οχιά». Η ονομασία δόθηκε λόγω τής μορφής τών ριζών τού φυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • σταρίδα — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών Hypericum perfoliatum τού γένους υπερικό, Scorzonera crucifera τού γένους σκορζονέρα και Hyoseris radiata τού γένους υοσερίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”